τουτέστιν

τουτέστιν
τουτέστιν s. εἰμί 2cα and on the spelling B-D-F §12, 3; 17; Rob. 207.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Кафа — название города Феодосии в Крыму, др. русск. Кафа, Сказ. Мам. 49, Афан. Никит., а также Шамбинаго, ПМ 72 и сл.; ср. греч. Καφᾶς (Конст. Багр., Dе adm. imp. 53), ит. Саffа (ХIV в.; см. Фасмер, Iranier 72). Ср. араб. тур. kafa череп (Радлов 2, 459) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Nicene Creed — Icon depicting Emperor Constantine (center) and the Fathers of the First Council of Nicaea of 325 as holding the Niceno–Constantinopolitan Creed of 381 The Nicene Creed (Latin: Symbolum Nicaenum) is the creed or profession of faith (Greek:… …   Wikipedia

  • Comparison of Nicene Creeds of 325 and 381 — The Nicene Creed was originally composed at the First Council of Nicaea in 325, and subsequently revised at the Second Ecumenical Council (the First Council of Constantinople) in 381. The following table displays side by side both forms of this… …   Wikipedia

  • Никейский символ веры — Икона, изображающая святых отцов Первого Никейского собора, держащих Никейский символ веры Никейский символ веры (лат. Symbolum Nicaeum)  формула вероисповедания, принятая на Первом Никейском соборе (325 год), согласно которой Б …   Википедия

  • Никейский Символ веры — Икона, изображающая святых отцов Первого Никейского собора, держащих Никейский символ веры Никейский символ веры (лат. Symbolum Nicaeum)  христианский …   Википедия

  • δηλαδή — (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ. μσν. νεοελλ. (ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν νεοελλ. 1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου δηλαδή με ειρωνεύεσαι») 2. ώστε… …   Dictionary of Greek

  • δηλονότι — (AM δηλονότι) 1. σαφώς, φανερά, εμφανώς 2. (επεξ.) ήτοι, τουτέστιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση «δήλον (εστί) ότι»] …   Dictionary of Greek

  • ισοστοιχώ — ἰσοστοιχῶ, έω (Α) [ισόστοιχος] (για γράμματα) αντιστοιχώ («ἀντιστοιχεῑ τὰ δασέα τοῑς ψιλοῑς, τουτέστιν ἰσοστοιχεῑ πολλάκις γὰρ εἰς τὸν τόπον τῶν ψιλῶν τὰ δασέα τίθεται») …   Dictionary of Greek

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • συναναπέμπω — ΜΑ μσν. 1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο 2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ» αρχ. αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”